- στραβίζει
- στραβίζωsquintpres ind mp 2nd sgστραβίζωsquintpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβλώπας — ο / παραβλώψ, ῶπος, ΝΑ αυτός που κοιτάζει με πλάγιο τρόπο, και ιδίως αυτός που στραβίζει, ο αλλήθωρος αρχ. τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * βλώψ (< βλέπω), πρβλ. υπο βλώψ] … Dictionary of Greek
αλλήθωρος, -η, -ο — και αλληθώρης, α, ικο αυτός που στραβίζει: Πιο πολύ όμως στενοχωριόταν επειδή ήταν αλλήθωρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)